- φωτοπαθής
- -ές, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοπάθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + -παθής (< πάθος), πρβλ. καρκινο-παθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην Επετηρίδα Παρνασσού].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek